Όταν οι κομμουνιστές έκλειναν τις εκκλησιές και ξερίζωναν την πίστη από τους πιστούς στην Σοβιετική Ένωση (άρθρο)  ΜΕΡΟΣ Γ Η συνάντηση αυτή και η πρόταση του Στάλιν είναι πολύτιμη καθώς η στροφή αυτή της σοβιετικής προσέγγισης προς την θρησκεία, θα άλλαζε την θρησκευτική ζωή των σοβιετικών λαών όχι μόνο εκείνης της εποχής, αλλά και τις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Οι ρίζες για την αλλαγή αυτή βρίσκονται στην παραδοχή ότι παρά τις προσπάθειες του κράτους περί του αντιθέτου, η επιρροή της θρησκείας ήταν έντονη στον λαό. Αντί λοιπόν να την αγνοήσει θα μπορούσε να την εκμεταλλευτεί προς όφελος του. Η Ρωσική Χριστιανική Ορθοδοξία ήταν επικίνδυνη στα μάτια των μπολσεβίκων κομμουνιστών και λόγω του πλούτου και της επιρροής της σε όλο το εύρος της ρωσικής κοινωνίας. Δύο δεκαετίες μετά την επικράτηση τους όμως το σοβιετικό σχέδιο είχε μεταμορφωθεί αρκετά ώστε η θρησκευτική ζωή να μην αποτελεί πλέον απειλή, αλλά μοχλός στήριξης της σοβιετικής πολιτικής. Παράλληλα οι ιστορικοί πνευματικοί δεσμοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να υποστηρίξουν τις σοβιετικές διεκδικήσεις σε εδάφη της Ανατολικής Ευρώπης. Η συνάντηση του 1943 οδήγησε σε σειρά μέτρων που δημιούργησαν ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ΕΣΣΔ: την επανίδρυση του Πατριαρχείου Μόσχας, ως επίσημης έδρας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, και την ενθρόνιση Πατριάρχη. Η εκκλησιαστική περιουσία που είχε απαλλοτριωθεί από το κράτος θα επιστρεφόταν προς χρήση στην Εκκλησία. O απόλυτος έλεγχος όμως των εκκλησιαστικών υποθέσεων και της θρησκείας παρέμεινε στο κράτος, υπό το νέο ιδρυθέν Συμβούλιο για τις Υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γρήγορα όμως η εργαλειοποίηση της θρησκείας έγινε αντιληπτή από τους πιστούς. Στα τελευταία χρόνια ηγεσίας του Στάλιν και του διαδόχου του Χρουστσόφ, πολλές εκκλησίες ξανά και ξεκίνησαν νέες εκστρατείες για την προώθηση του αθεϊσμού. Την παρακαταθήκη αυτή σχετικά με τη χρήση της εκκλησίας για την επίτευξη πολιτικών στόχων αξιοποίησε και ο Βλαντιμίρ Πούτιν θέλοντας να δικαιολογήσει την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 ως κίνηση «αποκατάστασης των ρωσικού ορθόδοξου κόσμου» με τις ευλογίες του Πατριαρχείου Μόσχας που σε αντάλλαγμα έχει τον έλεγχο της περιουσίας του στο πλαίσιο μετά σοβιετικής επιστροφής περιουσίας. Το ίδιο αφήγημα επανέλαβε ο Πούτιν και τον Φεβρουάριο του 1922 όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία χαρακτηρίζοντας τον πόλεμο ως δίκαιο για την ενότητα του ρωσικού ορθόδοξου κόσμου και τους Ρώσους στρατιώτες που σκοτώθηκαν ως μάρτυρες, πεσόντες σε ιερό πόλεμο. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, στην πραγματικότητα ο στόχος που είχαν οι Σοβιετικοί ηγέτες ήταν να εξαλείψουν την ιδέα περί Θεού από το μυαλό των πολιτών τους.  Η εγκυκλοπαίδεια  Britanica εξηγεί: «Μια νέα αντιθρησκευτική κίνηση εγκαινιάστηκε από τον Πρωθυπουργό Νικήτα Χρουστσόφ την περίοδο 1959-1964 μειώνοντας τον αριθμό των ναών που λειτουργούσαν ακόμη σε λιγότερους από 10,000. Ο Πατριάρχης Ποιμήν εκλέχθηκε το 1971 μετά τον θάνατο του Αλέξιου και μολονότι η εκκλησία είχε ακόμη υπό τον έλεγχο της εκατομμύρια πιστούς, το μέλλον της παραμένει αβέβαιο». Στην πραγματικότητα όταν οι κομμουνιστές πήραν την εξουσία στη Ρωσία, έκαναν αμέσως γνωστούς τους σκοπούς τους έναντι της θρησκείας. Επρόκειτο να συντρίψουν την ύπαρξη της θρησκείας και να μετατρέψουν την χώρα σε ένα αθεϊστικό κράτος. Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Λένιν είχε γράψει ότι θα υπήρχε θρησκευτική ανοχή. Αλλά όταν οι μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία, ήταν φανερό ότι η κυβέρνηση θα έβλεπε την θρησκεία ως εχθρό και θα προσπαθούσε να την διαλύσει. Στην πραγματεία του για τις σχέσεις του Εργατικού Κόμματος με την Θρησκεία ο Λένιν είπε: «Η θρησκεία είναι το όπιον του λαού – αυτό το ρητό του Μαρξ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της παγκοσμίου αντιλήψεως του Μαρξισμού στο ζήτημα της θρησκείας. Ο μαρξισμός βλέπει όλες τις σημερινές θρησκείες και εκκλησίες, κάθε θρησκευτική οργάνωση, πάντοτε ως όργανο των αστικών αντιδραστικών δυνάμεων». Έτσι αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας τον Νοέμβριο του 1917, η νέα κυβέρνηση εξέδωσε ένα διάταγμα που διεκήρυττε ότι όλα τα κτήματα, περιλαμβανομένης και της εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας, ήταν τώρα περιουσία του λαού (της κυβερνήσεως δηλαδή). Αυτή η διακήρυξη άνοιξε τον δρόμο αργότερα στη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Άλλο διάταγμα έλεγε ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι, άσχετα με την θρησκεία τους ή ακόμα και αν δεν είχαν καμιά θρησκεία. Το ουσιαστικό αποτέλεσμα του διατάγματος αυτού ήταν η ανοχή και η προώθησης του αθεϊσμού. Έπειτα στις αρχές του 1918, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τον πλήρη διαχωρισμό του κράτους από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Εκείνη την εποχή όλη η εκκλησιαστική περιουσία περιήλθε στους κομμουνιστές. Επίσης τα θρησκευτικά μαθήματα απαγορεύτηκαν στα σχολεία, και κάθε πληρωμή του κρ

Do you see content on this website that you believe doesn’t belong here?
Check out our disclaimer.