16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2020

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο παρών προϋπολογισμός παρουσιάστηκε προς ψήφιση μέσα σε συνθήκες δύσκολες όσο και πρωτόγνωρες.

Είναι ένας προϋπολογισμός ο οποίος καθορίζει και οριοθετεί την οικονομική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης τον αμέσως επόμενο χρόνο , εν μέσω επιτεινόμενης και πολλαπλής κρίσης.

Είναι πολλαπλή η κρίση γιατί αυτή δεν είναι μόνο οικονομική ή κοινωνική αλλά επεκτείνεται και έχει μετατραπεί σε κρίση θεσμών κρίση αξιών και κρίση πολιτική. Δεν πρέπει να διαφεύγει ποτέ από την προσοχή μας ότι η κρίση της πανδημίας με ό,τι αυτή συνεπάγεται και η οποία διαρκεί σε βάθος χρόνου αλλά και σε συνέπειες, ήλθε να προστεθεί στην οικονομική κρίση και κρίση της κοινωνίας και της φτωχοποίησης , εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 2012-13, της τραπεζικής και των γενικότερων αδιεξόδων με τα οποία έχει επιβαρυνθεί ο κυπριακός λαός τα τελευταία χρόνια.

Σε αυτή τη ζοφερή κατάσταση των πραγμάτων έχει προστεθεί και η σοβούσα από μακρού κρίση των θεσμών, απότοκο των φαινομένων διαφθοράς, της διαπλοκής , του πολιτικού εκμαυλισμού που έχουν καταστήσει την πολιτική συνώνυμο της εξαπάτησης, της αρπαχτής και κυρίως του συμψηφισμού των φαινομένων και της αποσάθρωσης του συστήματος.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η πατρίδα μας αντιμετωπίζει τα φαινόμενα αυτά. Είναι όμως η πρώτη φορά που η κατάσταση έχει φθάσει σε σημείο πέραν του οριακού, ενώ οι συνέπειες της πολλαπλής κρίσης που αναφέρω έχουν προσβάλει τον πυρήνα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του Κύπριου πολίτη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

σε μία ευνομούμενη πολιτεία αποτελούν από μόνα τους ύβρη τα φαινόμενα διαπλοκής, αναλγησίας και συμψηφισμού στην παρανομία. Είναι προσβολή προς την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, η οποία από τη φύση της είναι ελεύθερη και δεν συμβιβάζεται με την υποβάθμιση είτε του βιοτικού επιπέδου είτε της νοημοσύνης ενός εκάστου ανθρώπου.

Αυτά θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας όταν εξετάζουμε την κατάσταση της κυπριακής κοινωνίας και οικονομίας σήμερα. Από την έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και από τις παραδοχές του Υπουργείου Οικονομικών, προκύπτει ότι προκειμένου να ορθοποδήσει το κράτος και να ενδυναμωθεί ο κοινωνικός ιστός ήταν και είναι απαραίτητη η ανάγκη λήψης μέτρων στήριξης της οικονομίας αλλά και του απλού καθημερινού συμπολίτη μας.

Η δημοσιονομική πολιτική του κράτους πρέπει πάντα να εξετάζεται για έτη 2020 και 2021 μέσα από τη ρήτρα διαφυγής που έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία επιτρέπει στα κράτη μέλη την προσωρινή χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όπως προκύπτει, η ενεργοποίηση της ρήτρας αυτής επιτάσσει στα Κράτη Μέλη να λάβουν μέτρα κοινωνικοοικονομικής στήριξης που επιβάλλουν οι συνθήκες της πανδημίας.

Είναι γι’ αυτό τον λόγο που η ΕΔΕΚ πίστευε και πιστεύει ότι ο φετινός προϋπολογισμός θα έπρεπε να ήταν πολύ πιο αφειδώλευτος προκειμένου να στηρίξει τα θύματα της οικονομικής πολιτικής του παρελθόντος, τα οποία δέχονται ανηλεή πόλεμο από την υγειονομική κρίση του σήμερα.

Δεν το πράττει όμως καθότι θεωρεί ότι το καθήκον της κυβέρνησης εξαντλείται στην παροχή επιδοτήσεων απώλειας εισοδημάτων ενώ θα έπρεπε να ήταν η στήριξη προκειμένου η απώλεια αυτή να μην αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη. Οφείλει όμως το κράτος να στηρίξει την προσπάθεια για περαιτέρω ενίσχυση του εισοδήματος μέσα από την δημιουργία προοπτικών και όχι απλή κάλυψη μέρους των ζημιών.

Εδώ είναι που θα έπρεπε το κράτος να σταθεί αρωγός στην οικονομία μέσα από το

που θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί από χρόνια, στα πρότυπα της Αμερικής του Μεσοπολέμου, όταν η κοινωνία και η οικονομία είχαν αποσαθρωθεί από τις πολλαπλές κρίσεις (χρηματιστηριακές, τραπεζικές κ.ά) . Όλα τα πιο πάνω είχαν προκαλέσει και τότε το στέγνωμα της οικονομίας και κατέστησαν τη χρηματοδότηση πανάκριβη και απρόσιτη στον μικρομεσαίο επιχειρηματία, τον βιοτέχνη, τον υπάλληλο, τον αγρότη. Είναι σ’ αυτές τις συνθήκες που επεμβαίνει το κράτος με αναπτυξιακή πολιτική η οποία δεν εξαντλείται με την ολοκλήρωση μόνο κάποιων έργων τα οποία ωρίμασαν και των οποίων η υλοποίηση ούτως ή άλλως θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό. Το κράτος όφειλε και οφείλει σε εποχές δύσκολες να ακολουθήσει αναπτυξιακή πολιτική, η οποία να μην περιορίζεται σε κατασκευή τριών δρόμων .

Η ανάπτυξη δεν είναι μόνο ζήτημα αριθμητικό αλλά είναι ζήτημα πρωτίστως οράματος για μια κοινωνία όπου περισσεύει η φτώχεια και η ανυπαρξία υποδομών. Αυτό δεν φαίνεται να κάνει ο προϋπολογισμός του 2020-21 και γι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Ζούμε σε μία κοινωνία όπου οι τράπεζες με φαρέτρα τη νομική και πολιτική τους κάλυψη που τους δόθηκε το 2014 και κυρίως το 2018 ,κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς να δίνουν ουσιαστικά λογαριασμό σε κανένα, σε μια κοινωνία με κύριο χαρακτηριστικό της το τεράστιο ιδιωτικό χρέος και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Αυτή η τραπεζική ασυδοσία εκφράζεται πρώτιστα μέσα από ουσιαστικά την κατάχρηση της διαδικασίας εκποίησης, η οποία έχει μετατραπεί από μέσο σε αυτοσκοπό. Όποιος αμφισβητεί το χρέος, το ύψος του ποσού, όποιος αμφισβητεί την υποθήκη (και κυρίως αναφέρομαι στις υποθήκες των πρώην ΣΠΙ, οι οποίες ήταν και παράνομες και καθ’ υπέρβαση του Νόμου μέχρι το 2015) , όποιος διεκδικεί ελάφρυνση τόκων ή επιτοκίων, δέχεται αμέσως τη διαδικασία της εκποίησης ως απάντηση. Μία διαδικασία που τα άτολμα ούτως ή άλλως κυπριακά Δικαστήριά μας δεν περιορίζουν ούτε ελέγχουν, κυρίως διότι αποστερήθηκε ο κάθε συμπολίτης μας το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη.

Είχαμε ζητήσει και ζητούμε την εφαρμογή του Χρεοστασίου προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες της κρίσης και να αναπνεύσουν οι μικρομεσαίοι που ήταν κάποτε η ραχοκοκαλιά της κυπριακής οικονομίας, προκειμένου να ορθοποδήσουν. Παρόμοια ρύθμιση είχε γίνει το 1974 και τη δεκαετία του 70 και 80 με βάση τον περί Ανακουφίσεως και Οφειλετών Νόμο. Έτσι στήθηκε , κυρίες και κύριοι συνάδελφοι το κυπριακό κράτος και αναστήθηκε η οικονομία του μετά την καταστροφή του 74. Με το χρεοστάσιο, το πάγωμα των χρεών. Ούτε καν συζητήθηκε η πρότασή μας.

Ζητήσαμε και ζητούμε στήριξη της κάθε κυπριακής οικογένειας μέσα από φορολογικές ελαφρύνσεις των πολυτέκνων, μέσα από το πάγωμα οφειλών, χρεών και τόκων (και όχι αναστολής τους, γιατί αναστολή σημαίνει ότι κατά την περίοδο όπου αναστέλλονται οι δόσεις οι τόκοι τρέχουν και οι επιβαρύνσεις αυξάνονται).

Ζητήσαμε και ζητούμε στο οικογενειακό εισόδημα να μην προσμετρά το επίδομα του άρρωστου παιδιού ή η διατροφή σε μονογονεϊκές οικογένειες γιατί αυτό αδικεί την οικογένεια με τρόπο ώστε αριθμητικώς να ξεπερνά το οικογενειακό εισόδημα το όριο για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.

Ζητήσαμε και ζητούμε την επιβολή τέλους αλληλεγγύης σε κάθε πράξη πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας προκειμένου να στηριχθούν οι αδύνατοι.

Όλα τα πιο πάνω οφείλουν να γίνουν το συντομότερο δυνατό για να σωθεί ο ιστός της κυπριακής κοινωνίας που είναι η οικογένεια και η μεσαία επιχείρηση.

Αυτά δυστυχώς δεν τα προβλέπει ο προϋπολογισμός.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Ζητήσαμε και ζητούμε την αναστολή των εκποιήσεων τουλάχιστον όσον αφορά τη βασική κατοικία και την επαγγελματική στέγη και δικαίωμα στον κάθε δανειολήπτη να αμφισβητεί καλόπιστα το χρέος του ενώπιον Δικαστηρίου. Δεν το κάνουμε γιατί ακολουθούμε μια ανέξοδη πολιτική και συνθηματολογία, διεκδικούμε τα αυτονόητα γιατί είναι για μας αδιανόητο να ξεπουλούνται δάνεια στο 20 με 25% της αξίας τους σε fund και ταμεία, χωρίς να δίνεται η ευκαιρία στο δανειολήπτη είτε να αναδιαρθρώσει το δάνειό του ή να το εξαγοράσει με όρους δίκαιους και χρηματοδότηση χωρίς εκμετάλλευση και χωρίς κατάχρηση της θέσης υπεροχής των τραπεζών έναντί τους. Και πράττοντας τούτο δεν υποστηρίζουμε τους δήθεν στρατηγικούς κακοπληρωτές προς τους οποίους εντέχνως το σύστημα έχει εξομοιώσει τον κάθε νοικοκυραίο μέχρι την οικονομική κρίση και μέχρι την απώλεια της επιχείρησης ή του εισοδήματός του ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του. Αντ’ αυτού προκύπτουν ηλεκτρονικές εκποιήσεις και πωλήσεις πακέτων ολόκληρων δανείων χωρίς να εισακούεται ο οφειλέτης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Ζήσαμε και ζούμε περιόδους σκανδάλων που ξεκινούν από το Χρηματιστήριο, περνούν από τα θαλασσοδάνεια και την κλειστή περίοδο πριν το κούρεμα, την επιλεκτική φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Ζήσαμε τη μεγάλη λεηλασία κατά καιρούς των Κυπριακών Αερογραμμών και το κλείσιμό τους εν μία νυχτί επικαλούμενοι την κακοδιοίκηση που εκάστοτε κυβερνώντες επεδείκνυαν.

Ζήσαμε και ζούμε τις συνέπειες της καταστροφής του Συνεργατισμού και της μετατροπής του σε μακρά χείρα του κομματικού κατεστημένου και τη μετατροπή του σε πεδίο άσκησης κυβερνητικής πολιτικής με αποτέλεσμα να προσφερθεί στο πιάτο στην Ελληνική Τράπεζα, τη στιγμή που το πόρισμα της Επιτροπής Γεώργιου Αρέστη κατακεραυνώνει τη μεθοδευμένη διάλυση του Συνεργατικού Κινήματος προς μεγάλη τέρψη του τραπεζικού κεφαλαίου και των funs.

Δυστυχώς στην Κύπρο πάσχουμε από πορίσματα και διερευνητικές επιτροπές.

Αυτά είναι καλοδεχούμενα και εφαρμόσιμα εάν συμφωνούν με την πολιτική των εκάστοτε κυβερνόντων. Αυτή ήταν και η τύχη του πορίσματος Αρέστη που από μόνο του μπορούσε να εξασφαλίσει καταδίκες ή τουλάχιστον απόδοση πολιτικών και άλλων ευθυνών για τη διάλυση του Συνεργατισμού.

Όλα αυτά οδηγούν σε μία αμφισβήτηση για τις προθέσεις και τα ελατήρια της εκάστοτε εξουσίας και μοιραία επενεργούν ως καταλύτες στη διαμόρφωση της πολιτικής απαξίωσης αλλά και της στα μάτια του κόσμου ισοπέδωσης θεσμών και αξιών. Η τελευταία κρίση με τα διαβατήρια με όλα τα σαθρά και απαράδεκτα αυτή περιέχει και αποκαλύπτει έχει καταστήσει τα πράγματα αφόρητα. Παρακολουθεί η κυπριακή κοινωνία τα όσα διαμείβονται, τις επιλεκτικές και προτιμισιακές μεταχειρίσεις αιτητών και μεσολαβητών. Φθάσαμε στο σημείο να ερίζουν δύο κορυφαίοι πολιτικοί αξιωματούχοι σε ποιον ανήκει η αρμοδιότητα ελέγχου, ενώ θα μπορούσε κάποιος να ερωτήσει αφελώς για ποιο λόγο δεν συνεργάζονται όλοι αυτοί για αποκάλυψη της αλήθειας και απόδοση ευθυνών.

Όλα αυτά σε μια ημικατεχόμενη πατρίδα, 46 χρόνια μετά την τουρκική εισβολή εξακολουθούμε να κάμνουμε τα ίδια λάθη, να ακλουθούμε τις ίδιες αδιέξοδες πολιτικές περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα. Φθάσαμε στο σημείο να πείσουμε τους εαυτούς μας, πόσω δε μάλλον τους ξένους ότι στην Κύπρο ερίζουν δύο κοινότητες λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ τους, ενώ η ουσία του προβλήματος μας είναι η εισβολή και κατοχή της Τουρκίας. Έχουμε πείσει τους εαυτούς μας πρώτα ότι η κατάσταση προκλήθηκε από τους εθνικιστές των δύο κοινοτήτων και ότι είναι οι δύο κοινότητες που θα λύσουν τα προβλήματά τους δίνοντας έτσι συγχωροχάρτι στην Τουρκία και στους σχεδιασμούς τους. Ειλικρινά η κυπριακή πολιτική στο Κυπριακό θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικής μελέτης στα καλύτερα πανεπιστήμια του εξωτερικού προκειμένου να αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή εξωτερικής πολιτικής.

Είναι αδιανόητο σήμερα να υποστηρίζει κάποιος ότι τη λύση θα φέρουν οι συνομιλίες των δύο κοινοτήτων όταν στην Κύπρο υπάρχουν οι λόγχες των 30 και 35 χιλιάδων Τούρκων στρατιωτών, τα εκατοντάδες άρματα μάχης και τα επιθετικά UAV την ίδια στιγμή που η Κύπρος είναι περικυκλωμένη με το ναυτικό της Τουρκίας, πλοία του οποίου ναυλοχούν στα κατεχόμενα λιμάνια της Κερύνειας, της Αμμοχώστου και αλλού. Είναι πρωτοφανής η εξίσωση που έγινε στην Κύπρο μεταξύ θύματος και θύτη, πρώτα από εμάς.

Εν μέσω κρίσης, επιθετικής συμπεριφοράς και πειρατικών ενεργειών της Τουρκίας, επαναλαμβάνουμε την αποτυχημένη πενταμερή η οποία οδήγησε στα αδιέξοδα, οδήγησε σε περαιτέρω διεκδικήσεις και απαιτήσεις της Τουρκίας και στην υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μία από τις δύο κοινότητες. Μετέτρεψε την Τουρκία από εισβολές και σε εγγυήτρια δύναμη η οποία μάλιστα καλείται να συμβάλει στη λύση του προβλήματος που η ίδια δημιούργησε. Ζητούμε μάλιστα να συνεχίσουν οι συνομιλίες από το σημείο που αυτές τερματίστηκαν, δηλαδή στις απαράδεκτες και μονομερείς υποχωρήσεις του Προέδρου Αναστασιάδη προς τους Τούρκους. Μα, εάν αυτή η πενταμερής απέτυχε το 2017 γιατί να πετύχει το 2021;

Αν αναλογισθεί κάποιος τι έγινε από το 2017 μέχρι σήμερα και πόσες νέες απαιτήσεις έχει θέσει η Τουρκία χωρίς ποτέ να υποχωρήσει, γιατί να περιμένουμε διαφορετικό αποτέλεσμα και τι είδους νέες υποχωρήσεις αναμένουμε να γίνουν από την πλευρά μας προκειμένου να νεκραναστηθεί μία διαδικασία αδιεξόδων;

Do you see content on this website that you believe doesn’t belong here?
Check out our disclaimer.